εξόριστος

εξόριστος
banni

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Regardez d'autres dictionnaires:

  • ἐξόριστος — expelled masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εξόριστος — η, ο (AM ἐξόριστος, ον) [εξορίζω] αυτός που ζει σε εξορία, εξορισμένος αρχ. (για κακούργο) αυτός τού οποίου πέταξαν το πτώμα έξω από τα σύνορα τής πατρίδας …   Dictionary of Greek

  • εξόριστος, -η — ο ο εξορισμένος, που ζει σε εξορία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐξόριστον — ἐξόριστος expelled masc/fem acc sg ἐξόριστος expelled neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξορίστοις — ἐξόριστος expelled masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξορίστου — ἐξόριστος expelled masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξορίστους — ἐξόριστος expelled masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξορίστων — ἐξόριστος expelled masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξορίστῳ — ἐξόριστος expelled masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξόριστοι — ἐξόριστος expelled masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”